-
1 δρομάς
δρομάς, άδος, gew. fem., aber auch δρομάσι βλεφάροις, Eur. Or. 835; Φρύγες, Or. 1416; δρομάδι κώλῳ, Hel. 1317; laufend, umherschweifend; ἄμπυξ, vom Rade des Ixion, Soph. Phil. 674; κύνες, Eur. Bacch. 730; vgl. Suppl. 1000; auch ἡ δρομάς substantivisch für φοιβάς, die begeisterte Prophetin, Tr. 42; vgl. Hipp. 549; δρομάδες ὁλκάδες, Ar. bei Poll. 1, 83; κάμηλοι, Plut. Alex. 31; D. Sic. 19, 37. Bei Arist. H. A. 1, 1 von Fischen, wie 6, 17. Von geilen Frauen, läufisch, Phryn. com. bei Poll. 7, 203.
-
2 δρομάς
A running,πρός δ' ἔβαν δρομὰς ἐξ οἴκων E.Supp. 1000
(lyr.); ἄντυξ δ. the whirling wheel, S. Ph. 678 (lyr.); ;δ. κάμηλος
dromedary,D.S.
19.37, Str.15.2.10, J.AJ6.14.6, Plu.Alex.31: also with a neut.,δρομάδι κώλῳ E.Hel. 1301
(lyr.);δρομάσι βλεφάροις Id.Or. 837
(lyr.).2 wildly roaming, frantic, Ναΐς, παρθένος, Id.Hipp. 549 (lyr.), Tr.42;Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121
.II of certain fish, migratory, Arist.HA 488a6.III street-walker, Phryn. Com.33.
См. также в других словарях:
δρομάς — η (Α δρομάς, ο, η) νεοελλ. 1. είδος καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας μόνο καμπούρας στη ράχη και από το πλαγιοδιποδικό της βάδισμα 2. πτηνό με φτερά λευκά και μαύρα, με πολύ δυνατό ράμφος και μακριά πόδια αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek